τυμπανομετρία

τυμπανομετρία
η, Ν
ιατρ.
ακοομετρική μέθοδος η οποία μελετά τον βαθμό ακαμψίας τού τυμπανοοσταριακού συστήματος, που εκδηλώνεται υπό μορφή αντιστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tympanometrie (< τύμπανο + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυμπανομετρικός — ή, ό, Ν [τυμπανομετρία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυμπανομετρία …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”